- ρινηλασία
- η разыскивание по следу, вынюхивание, выслеживание (о собаке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥινηλασία — ῥινηλασίᾱ , ῥινηλασία tracking by the nose fem nom/voc/acc dual ῥινηλασίᾱ , ῥινηλασία tracking by the nose fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινηλασίᾳ — ῥινηλασίᾱͅ , ῥινηλασία tracking by the nose fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρινηλασία — η / ῥινηλασία, ΝΜΑ [ῥινηλάτης] (για σκυλιά) η ανίχνευση με τη μύτη, με την όσφρηση … Dictionary of Greek
ῥινηλασίας — ῥινηλασίᾱς , ῥινηλασία tracking by the nose fem acc pl ῥινηλασίᾱς , ῥινηλασία tracking by the nose fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινηλασίαι — ῥινηλασίᾱͅ , ῥινηλασία tracking by the nose fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινηλασίαις — ῥινηλασία tracking by the nose fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)